- απρόκοπος
- -η, -οβλ. ανεπρόκοπος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀπρόκοπος — making no progress masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απρόκοπος — κ. κοφτος, η, ο (AM ἀπρόκοπος, ον) όποιος δεν έχει προκοπή, δεν κάνει προόδους νεοελλ. 1. οκνηρός 2. ανάγωγος 3. δύστροπος … Dictionary of Greek
ἀπρόκοπον — ἀπρόκοπος making no progress masc/fem acc sg ἀπρόκοπος making no progress neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροκόπους — ἀπρόκοπος making no progress masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόκοπα — ἀπρόκοπος making no progress neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόκοποι — ἀπρόκοπος making no progress masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԲԱՑԱԿՏՈՒՐ — ( ) NBH 1 471 Chronological Sequence: 10c ա. ἁπρόκοπος Իբր Կիսակտուր, թերի, անկատար. յն. անյառաջադէմ. *Եթէ այժմ ծնցիս, եղիցի բացակտուր ծնունդն. Պտմ. աղեքս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ρεμπέτης — ο θηλ. ισσα (λ. τουρκ.), φυγόπονος, απρόκοπος: Η κόρη του είχε μπλέξει μ έναν ρεμπέτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρεμπεσκές — ο (λ. τουρκ.), άνθρωπος απρόκοπος, αχαΐρευτος, ρεμπέτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)